-
1 κινημα
1) движение Arst., Luc.2) народное движение, возмущение, восстание Polyb., Plat.3) душевное движение, волнение, потрясение(τῆς ψυχῆς Plut.)
4) перемена, смена, превратность(τὰ κινήματα τῆς τύχης Isocr.)
-
2 μετεωρος
эп. μετήορος 21) высоко поднимающийся, высокий(τάφος Her.; τῆς πόλεως μέρος Plut.; αἱ χελιδόνες πέτονται μετέωροι Arst.)
2) поднятый вверх, приподнятый(σκέλεα Her.)
ἔχειν τι μετέωρον Her. — держать что-л. высоко;βλέπων μ. Plat. — глядящий сверху (вниз);μετεώρους ἐχκομίζειν τὰς ἁμάξας Xen. — вытаскивать руками (досл. приподнятые) повозки;ἀνακινεῖν τινα μετέωρον Her. — подбрасывать кого-л. вверх3) верхний, наземный(οἰκήματα Her.)
4) выступающий, выдающийся вперед, выпуклый(ὄμματα Xen.)
5) небесный, т.е. астрономический или метеорологический(πράγματα Arph.) (см. тж. μετέωρα)
6) находящийся в открытом море(ναῦς Thuc.)
μετέωροι ἑάλωσαν Thuc. — они были взяты в плен в открытом море7) высоко несущий голову, с гордой осанкой(ἵππος Xen.)
8) возбужденный, взволнованный, настороженный(Ἑλλὰς πᾶσα μ. ἦν Thuc.; μ. καὴ τεταραγμένος Plut.)
9) непрочный, ненадежный, шаткий(πόλις Thuc.; τὰ τῆς τύχης κινήματα Isocr.)
μ. ταῖς διανοίαις Polyb. — с неустойчивым образом мыслей;τὰ ἐν μετεώροις ἀμφισβητήσεσι κείμενα Sext. — спорные и нерешенные вопросы10) падкий, пылкий, жаждущий, жадный, весьма склонный(πρός, ἐπί и εἴς τι Polyb.)
11) гордый, надменный Anth.
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κίνημα — τὸ (ΑΜ κίνημα, Μ και κίνημαν) [κινώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κινώ, η κίνηση 2. σκίρτημα, ερεθισμός, διέγερση (α. «σαν τα κινήματα τής φαντασίας που ζωγραφίζουνε την ευτυχία», Σολωμ. β. «τὰ μὲν γὰρ τοῡ νοὸς κινήματα»., Σαθ. γ.… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek